παρασκευάζω

παρασκευάζω
παρασκευάζω, [tense] fut.

-άσω X.Cyr.1.6.18

(but [ per.] 3sg.

-σκευᾷ Epicur. Nat.14.2

, [ per.] 2pl.

-σκευᾶτε SIG1106.113

(Cos, iv/iii B. C.)): [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf. [voice] Pass.

παρεσκευάδατο Hdt.7.218

, etc. : later sts.[full] παρασκεάζω, as

παρεσκεασμένων IPE12.32B12

(Olbia, iii B.C.) :—
A get ready, prepare,

δεῖπνον Hdt.9.82

, Pherecr.172 ;

στρατείαν Th.4.74

;

ὀθόνια Ar. Ach.1176

;

πλοῖα Lys.13.26

; ἱππέας, ὅπλα, τριήρεις, X.Ages.1.24, Cyr.2.1.9, HG1.4.11 ; hold ready,

τῆς θύρας παρεσκευασμένης Lys. 1.24

: κατασκευάζω is prop. fit out and prepare what one has, παρασκευάζω provide and prepare what one has not ; cf.

κατασκευή 11

.
2 provide, procure, contrive,

θανάτους τοῖς πέλας Antipho 1.28

;

τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Th.3.49

;

πᾶσαν ἡμῖν εὐδαιμονίαν Pl. Smp.188d

, etc. ; ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατά τινων π. Lys.1.28 : in bad sense, get up,

ἀντίδοσιν ἐπί τινα D.28.17

; v. infr. B. 1.2.
3 make or render so and so, with part. or Adj., π. τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντας, π. τινὰς ὅτι βελτίστους, X.Cyr.1.6.18, 5.2.19 ; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ π. Pl.Lg.803e ; τοὺς κριτὰς τοιούτους π. Arist.Rh.1387b17, cf. 1380b31 : c. inf., accustom, τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν accustom it not to . . , X.HG7.5.19, cf. Eq.2.3 ;

π. τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Pl.R.405c

;

π. τινὰς τὴν τιμὴν ἀποδιδόναι PFlor.347.2

(V A. D.) ;

π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Pl.Grg. 503a

, cf. Ap.39d ;

π. τινῶν τὰς γνώμας, ὡς ἰτέον εἴη X.Cyr.2.1.21

;

δεῖ παρασκευάσαι τὸν ἀκροατὴν ἐν τῷ προοιμίῳ D.H.Rh.10.13

.
4 adapt for a purpose,

τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα X.Oec. 7.22

; V. B. 11.
5 produce, cause,

τοὺς ὄγκους καὶ τὰ καύματα Diocl. Fr.43

.
B [voice] Med. and [voice] Pass. :
I in proper sense of [voice] Med., get ready or prepare for oneself,

ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Hdt.7.25

; π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατείαν, Th.1.18
, 2.80, 4.70 ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. Id.2.56 ; τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν in preparation, D.4.37 ; τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ is preparing such an adversary for himself, A.Pr.920.
2 in Oratt., procure, suborn persons as witnesses, partisans, etc., so as to obtain a verdict by fraud or force (cf.

παρασκευή 1.3

) ;

π. τοὺς συκοφάντας And.1.105

;

ῥήτορας παρασκευασάμενοι Is.1.7

; ψευδεῖς λόγους ib.17 ;

μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται D.29.28

; π. τινὰς τῶν δημοτῶν bring them over to one's side,
Id.44.39 : abs., form a party, intrigue, Is.10.1, D.27.2 :—so in [voice] Act., X.HG1.7.8, Is.8.3 ; παρασκευάζειν τινὶ δικαστήριον pack a jury to try him, Lys.13.12:—[voice] Pass., ὑπὸ σοῦ παρεσκευάσθη was 'squared' by you, D.20.145.
II [voice] Med. also abs., prepare oneself, make preparations,

τῷ ναυτικῷ . . παρασκευασαμένῳ Th. 2.80

;

παρασκευασάμενος μεγάλως Hdt. 9.15

;

παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι X.An.7.3.35

: in [tense] pres. and [tense] impf. it may be regarded either as [voice] Pass. or [voice] Med., D.18.19
, etc. ; π. ἐς ναυμαχίην, μάχην, Hdt.9.96,99 ;

π. πρός τι Th.3.69

, etc. ; στρατεύεσθαι π. Hdt. 1.71, cf. A.Ag.353, Ar.Av.227 : c. [tense] fut. inf., X.Cyr.7.5.12.
2 freq. folld. by ὡς with [tense] fut. part.,

παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Hdt. 5.34

;

π. ὡς ἐλῶν Id.2.162

, cf. 9.122 ; π. ὡς ναυμαχήσοντες (expressed just above by ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Th.4.13
; ὡς προσβαλοῦντες ib.8 ;

π. ὡς μάχης ἐσομένης X.HG4.2.18

, cf. Cyr.3.2.8 : c. [tense] fut. part. without

ὡς, τέχνῃ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος Th.5.8

, cf. 6.54, 7.17, X.HG4.1.41 ; also

π. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Th.2.99

, cf. Pl. Tht. 183d.
3 in [tense] pf. παρεσκεύασμαι, to be ready, prepared,

κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι Hdt.3.150

; τράπεζαι . . παρεσκ. Ar.Ec.839 ; λῃστρικώτερον π. equipped in pirate fashion, Th.6.104
;

παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Pl.Phd.91b

;

εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα X.Oec.5.13

; ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο v.l. in Hdt.3.150 ;

παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι Id.7.218

;

ταῖς ψυχαῖς παρεσκευας μένους ὡς χεῖρας ξυμμείξοντας X.Cyr.2.1.11

: folld. by ὥστε c. inf.,

παρεσκευάσμεθ' ὥστε κατθανεῖν E.HF1241

;

παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι X.Cyr.4.2.13

: c. inf. only,

δρᾶν παρεσκευασμένος A.Th.440

, E.Heracl.691, cf. A.Ag. 1422, Ar.Nu.607, etc. : so in [tense] aor.,

ὥστε ἂν . . παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Arist.Rh.1388a26

.
4 [voice] Med., = exonerare alvum, LXX 1 Ki. 24.4.
III παρεσκευάσθαι τι to be prepared or provided with a thing,

ἀδίκῳ δόξαν δικαιοσύνης παρεσκευας μένῳ Pl.R.365b

;

π. λαμπρὸν ἱμάτιον Thphr.Char.21.11

.
IV in [voice] Pass., of things, to be got ready, prepared, ἐπειδὴ παρεσκεύαστο when preparations had been made, Th.4.67 ;

τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν Pl.Mx.248a

; in Hdt.9.100, for ὡς παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, Reiske proposed παρεσκεύαστο.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρασκευάζω — pres subj act 1st sg παρασκευάζω pres ind act 1st sg παρασκευάζω pres subj act 1st sg παρασκευάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάζω — παρασκευάζω, παρασκεύασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασκευάζω — ΝΑ, και παρασκεάζω Α 1. προετοιμάζω 2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο») 3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω… …   Dictionary of Greek

  • παρασκευάζω — παρασκεύασα, παρασκευάστηκα, παρασκευασμένος 1. ετοιμάζω κάτι για χρήση, προετοιμάζω. 2. μέσ., παρασκευάζομαι, προετοιμάζομαι: Για τις εκδρομές υπάρχουν παρασκευασμένα φαγητά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασκευάζεσθε — παρασκευάζω pres imperat mp 2nd pl παρασκευάζω pres ind mp 2nd pl παρασκευάζω pres imperat mp 2nd pl παρασκευάζω pres ind mp 2nd pl παρασκευάζω imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) παρασκευάζω imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάζετε — παρασκευάζω pres imperat act 2nd pl παρασκευάζω pres ind act 2nd pl παρασκευάζω pres imperat act 2nd pl παρασκευάζω pres ind act 2nd pl παρασκευάζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) παρασκευάζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάζῃ — παρασκευάζω pres subj mp 2nd sg παρασκευάζω pres ind mp 2nd sg παρασκευάζω pres subj act 3rd sg παρασκευάζω pres subj mp 2nd sg παρασκευάζω pres ind mp 2nd sg παρασκευάζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάσουσι — παρασκευάζω aor subj act 3rd pl (epic) παρασκευάζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρασκευάζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρασκευάζω aor subj act 3rd pl (epic) παρασκευάζω fut part act masc/neut dat pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάσουσιν — παρασκευάζω aor subj act 3rd pl (epic) παρασκευάζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρασκευάζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρασκευάζω aor subj act 3rd pl (epic) παρασκευάζω fut part act masc/neut dat pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάσω — παρασκευάζω aor subj act 1st sg παρασκευάζω fut ind act 1st sg παρασκευάζω aor subj act 1st sg παρασκευάζω fut ind act 1st sg παρασκευάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) παρασκευάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευῶν — παρασκευάζω fut part act masc voc sg παρασκευάζω fut part act neut nom/voc/acc sg παρασκευάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) παρασκευάζω fut part act masc voc sg παρασκευάζω fut part act neut nom/voc/acc sg παρασκευάζω fut part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”